- μονοπροσώπως
- μονοπρόσωποςwith one faceadverbialμονοπρόσωποςwith one facemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
единолично — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (μονοπροσώπως) в одном лице, или в одно лицо … Словарь церковнославянского языка
μονοπρόσωπος — η, ο (ΑΜ μονοπρόσωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο πρόσωπο («μονοπρόσωπος θεότης τριώνυμος», Μάξ. Ομολ.) νεοελλ. 1. (για κτήρια) αυτός που έχει μία πρόσοψη («μονοπρόσωπο κτήριο») 2. μτφ. ειλικρινής, ευθύς, έντιμος, χωρίς διπλοπροσωπία αρχ. 1.… … Dictionary of Greek